γεμίζω

γεμίζω
και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω)
1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας»)
2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή γέμισα» — για την κοιλιά
β. «γεμίζω τὴν κοιλίαν ἀπό τινος» γ. «γεμίζω ἐμαυτόν»)
3. (-ομαι) είμαι γεμάτος ή φορτωμένος («από τη ρίζα ώς την κορφή αγκάθια 'ν' γεμισμένο», «οἶνον γεμισθείς»)
μσν.- νεοελλ.
1. είμαι γεμάτος από κάτι («φουσάτα μάζωξε πολλά κι εγέμισαν οι κάμποι»)
2. φρ. «γεμίζω το ντουφέκι ή το όπλο» — τοποθετώ στην κάννη τού όπλου μπαρούτι ή φυσίγγια (στρατ. παράγγελμα, γεμίσατε)
3. φρ. «γεμίζω το χέρι μου» — αποκτώ ιερατική εξουσία
νεοελλ.
1. παχαίνω («γέμισε το παιδί», «γέμισαν τα μαγουλά του»)
2. φρ. «γεμίζει το φεγγάρι» — βρίσκεται στη γέμιση, μεγαλώνει μέχρι να γίνει πανσέληνος
3. φρ. α) «δεν γεμίζει εύκολα το κεφάλι του» — δεν πείθεται ή δεν μπορεί να κατανοήσει κάτι
β) «εγέμισε ο νους μου» — το πήρα απόφαση
μσν.
φρ. «γεμίζω το δοξάρι» — τοποθετώ το βέλος στο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμίζω < γέμω
γιομίζω, μεταπλασμένος τ. τού γεμίζω (πρβλ. γεμάτος -γιομάτος)
μσν. γεμώζω < γεμίζω + γεμώνω, με συμφυρμό
το μσν. γεμώνω, αναλογικά προς το λιγώνω με επίδραση τού γέμωση*, που πλάστηκε κατά το λίγωση
τα νεοελλ. γιομώζω και γιομώνω αποτελούν μεταπλασμένους τύπους τών γεμώζω, γεμώνω.
ΠΑΡ. γεμιστός
μσν.- νεοελλ.
γέμισμα
νεοελλ.
γεμίδι, γέμιση, γεμιστήρας, γεμιστής, γέμιστρο(ν), γέμωση.
ΣΥΝΘ. καταγεμίζω (νεοελλ. και καταγιομίζω)
αρχ.
επιγεμίζω, υπεργεμίζω
νεοελλ.
απογεμίζω και απογιομίζω, καλογεμίζω, καταγεμίζω και καταγιομίζω, μισογεμίζω, ξαναγεμίζω, παραγεμίζω και παραγιομίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γεμίζω — γεμίζω, γέμισα, γεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: γεμίζω : χωρίς παθητική φωνή, γιατί σημαίνει και → καταλαμβάνω, καλύπτω τελείως κτλ. και → καταλαμβάνομαι, καλύπτομαι τελείως κτλ. Σε ορισμένα λεξικά απαντάται το γεμίζομαι ως παθητικό της… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γεμίζω — fill full of pres subj act 1st sg γεμίζω fill full of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίζω — γέμισα, γεμισμένος 1. κάνω κάτι να είναι γεμάτο, πληρώ: Γέμισα την μπανιέρα με νερό. 2. ικανοποιώ: Ο γάμος μου δε με γεμίζει. 3. παχαίνω: Γέμισε στη διάρκεια της εγκυμοσύνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεγεμισμένα — γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc pl γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc/acc dual γεγεμισμένᾱ , γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίζετε — γεμίζω fill full of pres imperat act 2nd pl γεμίζω fill full of pres ind act 2nd pl γεμίζω fill full of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίσω — γεμίζω fill full of aor subj act 1st sg γεμίζω fill full of fut ind act 1st sg γεμίζω fill full of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμίσῃ — γεμίζω fill full of aor subj mid 2nd sg γεμίζω fill full of aor subj act 3rd sg γεμίζω fill full of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγεμισμέναι — γεμίζω fill full of perf part mp fem nom/voc pl γεγεμισμένᾱͅ , γεμίζω fill full of perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγεμισμένον — γεμίζω fill full of perf part mp masc acc sg γεμίζω fill full of perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεμιζόμενον — γεμίζω fill full of pres part mp masc acc sg γεμίζω fill full of pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”